- μοσχολιβανίζω
- μετ. курить, воскурять фимиам (кому-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοσχολιβανίζω — και μοσκολιβανίζω [μοσχολίβανο] θυμιατίζω καίγοντας μοσχολίβανο … Dictionary of Greek
μοσκολιβανίζω — βλ. μοσχολιβανίζω … Dictionary of Greek